- εκβάθυνση
- η1. εργασία για να αποκτήσει κάποιος χώρος μεγαλύτερο βάθος («ἐκβάθυνση ὑπόγειου λάκκου»)2. το μέρος όπου έγινε εκβάθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβάθυνση — η 1. η εργασία για να γίνει ένας χώρος βαθύτερος από όσο ήταν. 2. το αποτέλεσμα της εκβάθυνσης, το ποσό ή μέτρο της: Πετύχαμε μεγάλη εκβάθυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
βυθοκόρηση — η [βυθυκορώ] καθαρισμός του βυθού ή εκβάθυνση θάλασσας ή ποταμού με βυθοκόρο … Dictionary of Greek
εκβαθύνω — (Μ ἐκβαθύνω) νεοελλ. 1. κάνω κάτι βαθύ ή βαθύτερο 2. εργάζομαι για εκβάθυνση μσν. φέρνω επάνω κάτι από μεγάλο βάθος … Dictionary of Greek
Αιτωλικό — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 4 μ., 4.312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του δήμου Αιτωλικού (βλ. λ. Αιτωλικού, δήμος). Η κωμόπολη είναι χτισμένη πάνω σε ένα μικρό νησί που έχει μήκος 500 μ. και πλάτος 400 μ … Dictionary of Greek
Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… … Dictionary of Greek
Γιοκοχάμα — (Yokohama). Πόλη (3.375.772 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ιαπωνίας στη νήσο Χονσού, πρωτεύουσα του νομού Καναγκάβα. Βρίσκεται στην πεδιάδα του Κουαντό και μαζί με το κέντρο του Καβασάκι, αποτελεί τον νότιο πυρήνα του αστικού συγκροτήματος του Τόκιο … Dictionary of Greek
ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… … Dictionary of Greek
βυθοκόρηση — η ο καθαρισμός ή η εκβάθυνση του βυθού της θάλασσας ή του ποταμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)